ευνούχος

ευνούχος
και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, -ον)
1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας
2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία
αρχ.
1. (για τον καρπό τού φοίνικα) αυτός που δεν έχει κουκούτσι
2. ως επίθ. αυτός που φυλάει την κλίνη, ο άγρυπνος («λαμπάδες εὐνούχοισιν ὄμμασιν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνή + -ούχος. Το μόνο συνθετικό στο οποίο απαντά ο τ. ευνή* ως α' συνθετικό, ενώ ως β' συνθετικό εμφανίζεται το μόρφημα -ούχος (< έχω), πρβλ. διπλωματ-ούχος, ταλαντ-ούχος.
ΠΑΡ. ευνουχία, ευνουχίζω
αρχ.
ευνουχείον, ευνουχίας, ευνούχιον
μσν.
ευνουχιχός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ευνουχοειδής, ευνουχώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐνοῦχος — castrated person masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνούχος — ο αυτός που ευνουχίστηκε, αλλ. μουνούχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐνοῦχε — εὐνοῦχος castrated person masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνοῦχοι — εὐνοῦχος castrated person masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνοῦχον — εὐνοῦχος castrated person masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • EUNUCHI — I. EUNUCHI Haetetici, alias Valesiani, a Valesio Arabe quodam. Omnes sectae suae exsecabant, imo et in obvios quosque eâdem crudelitate saepe saeviebant. Epiphan. boer. ti. Baron. A. C. 249. n. 9. 260. n. 69 etc. Imitati autem in hoc Origenem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NICOCLES — I. NICOCLES Phocioni amicorum fidelissimus, qui cum Phocionem oraret, ut sineeer se priore locô pharmacum bibere, rem sane, inquit Phocion, ô Nicocles petis a me gravem et molestam: Verum tamen, quoniam in nulla unquam alia tibi, dum vixi, non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευνουχία — η (ΑΜ εὐνουχία) [ευνούχος] 1. το να είναι κάποιος ευνούχος, η κατάσταση τού ευνούχου 2. συνεκδ. ανικανότητα, αγονία, στείρωση μσν. 1. αγαμία, έλλειψη δυνατότητας για γάμο 2. (κατ επέκτ.) εγκράτεια, ηθική καθαρότητα, αγνότητα, εκούσια αποχή από… …   Dictionary of Greek

  • ευνουχισμός — Η εκτομή των γεννητικών οργάνων (όρχεις) του αρσενικού. Ο ε. προκαλεί εξαφάνιση των δευτερευόντων χαρακτήρων του φύλου αλλά και της σεξουαλικής παρόρμησης. Στα ζώα εκτροφής, ο ε. γίνεται για οικονομικούς λόγους, για να γίνονται δηλαδή πιο παχιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”