- ευνούχος
- και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, -ον)1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσίααρχ.1. (για τον καρπό τού φοίνικα) αυτός που δεν έχει κουκούτσι2. ως επίθ. αυτός που φυλάει την κλίνη, ο άγρυπνος («λαμπάδες εὐνούχοισιν ὄμμασιν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνή + -ούχος. Το μόνο συνθετικό στο οποίο απαντά ο τ. ευνή* ως α' συνθετικό, ενώ ως β' συνθετικό εμφανίζεται το μόρφημα -ούχος (< έχω), πρβλ. διπλωματ-ούχος, ταλαντ-ούχος.ΠΑΡ. ευνουχία, ευνουχίζωαρχ.ευνουχείον, ευνουχίας, ευνούχιονμσν.ευνουχιχός.ΣΥΝΘ. αρχ. ευνουχοειδής, ευνουχώδης].
Dictionary of Greek. 2013.